ἐλελίχθων
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἐλελίχθον, gen. ονος, (ἐλελίζω *a) earth-shaking, τετραορία Pi.P.2.4; Ἐλέλιχθον, i.e. Poseidon, ib.6.50:—in S.Ant.153 Dionysus is called ὁ Θήβας ἐλελίχθων because the ground shook beneath the feet of his dancing bands.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
que sacude la tierra τετραορία Pi.P.2.4, epít. de Posidón, Pi.P.6.50, ὁ Θήβας ἐ. el que sacude Tebas, e.e., Dioniso por las danzas de las Bacantes, S.Ant.154.
• Etimología: De ἐλελίζω y χθών.
German (Pape)
[Seite 795] ονος, ὁ, erderschütternd, Poseidon, Pind. P. 6, 50; τετραορία 2, 4; Βάκχος Θήβας ἐλ. Soph. Ant. 154, der das Land erschüttert, wobei an die bacchischen Reigen zu denken, schlechtere Lesart ἐλελίζων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ébranle la terre.
Étymologie: ἐλελίζω¹, χθών.
Russian (Dvoretsky)
ἐλελίχθων: 2, gen. ονος сотрясающий землю (Ποσειδάων Pind.; Βάκχος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίχθων: -ον, (ἐλελίζω Α) ὁ σείων τὴν γῆν, τετραορία Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, αὐτόθι 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ Βάκχος καλεῖται ὁ Θήβας ἐλελίχθων, ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν αὐτοῦ, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 1, καὶ τὸν Spanh. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἐλελίχθων, ο (Α)
1. αυτός που σείει τη γη
2. επίθ. του Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και του Βάκχου του οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη.
Greek Monotonic
ἐλελίχθων: -ον (ἐλελίζω Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.