κλεισμός

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεισμός Medium diacritics: κλεισμός Low diacritics: κλεισμός Capitals: ΚΛΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kleismós Transliteration B: kleismos Transliteration C: kleismos Beta Code: kleismo/s

English (LSJ)

ὁ, A storing under lock and key, οἴνου POxy.1578.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, s. κλισμός.

Greek Monolingual

ο (Α κλεισμός) κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδίκλεισμός οίνου», πάπ.).