κιονηδόν

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑονηδόν Medium diacritics: κιονηδόν Low diacritics: κιονηδόν Capitals: ΚΙΟΝΗΔΟΝ
Transliteration A: kionēdón Transliteration B: kionēdon Transliteration C: kionidon Beta Code: kionhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κίων) A like a pillar, γράφειν κ., i.e. in verticallines from top to bottom, Sch.D.T.pp.183,191 H.

German (Pape)

[Seite 1441] nach Säulenart, γράφεται, B. A. p. 787, 24.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονηδόν: ἐπίρρ. (κίων) «γράφεται κιονηδόν, δίκην κίονος· ἤτοι παραλλήλως κατὰ γραμμὴν» Α. Β. 787, 24.

Greek Monolingual

κιονηδόν (Α)
επίρρ.
1. σαν κίονας
2. φρ. «γράφω κιονηδόν» — γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον- (του κίων) + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ-ηδόν, κλιμακ-ηδόν].