κμέλεθρον

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμέλεθρον Medium diacritics: κμέλεθρον Low diacritics: κμέλεθρον Capitals: ΚΜΕΛΕΘΡΟΝ
Transliteration A: kmélethron Transliteration B: kmelethron Transliteration C: kmelethron Beta Code: kme/leqron

English (LSJ)

τό, A beam, Pamphil. ap. EM521.34 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1459] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

κμέλεθρον: τό, δοκός, Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.

Greek Monolingual

κμέλεθρον, τὸ (Α)
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kmarati «είμαι κεκαμμένος»].