κογχίτης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, ὁ, A shelly marble, found near Megara, Paus. 1.44.6.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, λίθος, Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. κογχυλιάτης.
Greek (Liddell-Scott)
κογχίτης: λίθος ῑ, ὁ, μάρμαρον ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ Μέγαρα, Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε κογχυλίας, -ιάτης.
Greek Monolingual
ο (Α κογχίτης) κόγχη
ορυκτό που προέρχεται από κελύφη, από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ
μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ κογχίτης οὗτος ἐστι», Παυσ.).