κοινόδικος

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόδῐκος Medium diacritics: κοινόδικος Low diacritics: κοινόδικος Capitals: ΚΟΙΝΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: koinódikos Transliteration B: koinodikos Transliteration C: koinodikos Beta Code: koino/dikos

English (LSJ)

ον, A enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.

German (Pape)

[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.

Greek Monolingual

κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. έν-δικος, εξώ-δικος].