κοπροφάγος

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφάγος Medium diacritics: κοπροφάγος Low diacritics: κοπροφάγος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: koprophágos Transliteration B: koprophagos Transliteration C: koprofagos Beta Code: koprofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A dung-eating, Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. s.v. βοῦς Κύπριος.

Greek Monolingual

-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- του -φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος.