κρανίδιον

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνίδιον Medium diacritics: κρανίδιον Low diacritics: κρανίδιον Capitals: ΚΡΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kranídion Transliteration B: kranidion Transliteration C: kranidion Beta Code: krani/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κράνος (A), A small helmet, IG22.1421.123. 2 [κρᾱν-] Dim. of κρανίον, Paul.Aeg.6.74.

Greek Monolingual

κρανίδιον, τὸ (AM)
μσν.
μικρό κρανίο
αρχ.
μικρή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μσν. σημ. < κρανίο + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Με την αρχ. σημ. < κράνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].