κρηνίς

From LSJ
Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32. II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).

Greek Monotonic

κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνίς: дор. κρᾱνίς, ῖδος ἡ Eur. = κρηνίδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.

Middle Liddell

κρηνίς, ῖδος, ἡ, [Dim. of κρήνη, Eur.]