κυριοκτόνος

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριοκτόνος Medium diacritics: κυριοκτόνος Low diacritics: κυριοκτόνος Capitals: ΚΥΡΙΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: kyrioktónos Transliteration B: kyrioktonos Transliteration C: kyrioktonos Beta Code: kuriokto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying a sovereign lord, κ. πράξεις, of those who killed the son of Saul, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 1536] den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριοκτόνος: ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ.

Greek Monolingual

κυριοκτόνος, -ον (AM) το αρσ. ως ουσ.κυριοκτόνος
αυτός που θανάτωσε τον Κύριο
αρχ.
αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -κτόνος (< κτείνω)].