κωπεύς
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
έως, ὁ, (κώπη) always in pl. κωπέες, Att. κωπῆς, A pieces of wood fit for making oars, spars, Hdt.5.23, Ar.Ach.552, Lys.422, And. 2.11, IG12.46.11, 22.1609.95, al.
German (Pape)
[Seite 1546] ὁ, Ruderholz, breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη ναυπηγήσιμος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es κωπηλάτης erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119.
Greek (Liddell-Scott)
κωπεύς: έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.
Greek Monolingual
κωπεύς, -έως, ὁ (Α) κώπη
(μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς
πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών.
Greek Monotonic
κωπεύς: -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. κωπέες, Αττ. κωπῆς, κομμάτια ξύλου, κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κωπεύς: έως ὁ (pl. κωπέες - атт. κωπῆς) дерево для изготовления весел Her., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωπεύς -έως, ὁ [κώπη] (lang) stuk hout.
Middle Liddell
κωπεύς, έως,
only in pl. κωπέες, attic κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, oar-spars, Hdt., Ar., etc.