λαβίδιον
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
τό, Dim. of A λαβίς ΙΙ, pair of tweezers, Dsc.1.68.7, Gal.12.687, PHolm.6.11. II Dim. of λαβή 1, ὑποδέρειν διὰ τοῦ λ. τοῦ σμιλαρίου Leonid. ap. Aët.6.1.
German (Pape)
[Seite 1] τό, dim. von λαβίς, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβίς, μικρὰ λαβίς, «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84.
Greek Monolingual
λαβίδιον, τὸ (Α) λαβίς
1. μικρή λαβίδα, τσιμπίδι
2. μικρή λαβή.