λαγωβόλον
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
(parox.), τό, A staff or stick for flinging at hares, also used as a shepherd's staff or crook, Theoc.4.49, 7.128, Ep.2, AP6.188 (Leon.), D.H.14.2, etc.:—also λαγωοβόλον, AP6.296 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 4] τό, p. auch λαγωοβόλον, Leon. Tar. 12 (VI, 296), Hafenwerfer, ein Knittel mit einem Haken, der zum Werfen u. Tödten der Hafen gebraucht wurde, aber auch als Hirten- u. Wanderstab diente, Theocr. 4, 49; neben κορύνη, 7, 128; Ep. ad. 263 (Plan. 258).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωβόλον: τό, ξύλον ἐξακοντιζόμενον κατὰ φευγόντων λαγωῶν καὶ χρησιμεῦον ὡσαύτως ὡς ῥάβδος ποιμενική, Λατ. pedum, Θεόκρ. 4. 49., 7. 128, Ἀνθ. Π. 6. 177, 188.· ὡσαύτως λαγωοβόλον, Ἀνθ. Π. 6. 296· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 387. 2.
Greek Monotonic
λᾰγωβόλον: τό (βάλλω), ξύλο που εξακοντίζεται σε λαγούς, το οποίο χρησίμευε και σαν ποιμενική ράβδος, Λατ. pedum, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγωβόλον: τό палка на зайцев, т. е. пастуший посох Theocr., Anth.