λιτρασμός

From LSJ
Revision as of 14:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτρασμός Medium diacritics: λιτρασμός Low diacritics: λιτρασμός Capitals: ΛΙΤΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: litrasmós Transliteration B: litrasmos Transliteration C: litrasmos Beta Code: litrasmo/s

English (LSJ)

= A libratio, Gloss.

Greek Monolingual

λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].