Full diacritics: λιτρασμός | Medium diacritics: λιτρασμός | Low diacritics: λιτρασμός | Capitals: ΛΙΤΡΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: litrasmós | Transliteration B: litrasmos | Transliteration C: litrasmos | Beta Code: litrasmo/s |
= A libratio, Gloss.
λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].