λιτρασμός
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
= libratio, Glossaria.
Greek Monolingual
λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].