λυχνίδιον
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
τό, A v. λυχνεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.
Greek Monolingual
λυχνίδιον, τὸ (Α)
βλ. λυχνείδιον.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίδιον: (ῐδ) τό небольшой светильник Plut., Luc.