λυκορραίστης

From LSJ
Revision as of 20:13, 27 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκορραίστης Medium diacritics: λυκορραίστης Low diacritics: λυκορραίστης Capitals: ΛΥΚΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: lykorraístēs Transliteration B: lykorraistēs Transliteration C: lykorraistis Beta Code: lukorrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A wolf-worrier, λυκορραῖσται κύνες AP7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκορραίστης: ὁ, ὁ διαφθείρων, καταστρέφων τοὺς λύκους, κύων Ἀνθ. Π. 7. 44, πρβλ. 6. 106, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tueur de loups.
Étymologie: λύκος, ῥαίω.

Greek Monolingual

λυκορραίστης, ὁ (Α)
αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῖσται κύνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπορραίστης, βουρραίστης].

Greek Monotonic

λῠκορραίστης: ὁ (ῥαίω), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠκορραίστης: ου adj. m растерзывающий волков (κύων Anth.).