μάταν

From LSJ
Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάταν Medium diacritics: μάταν Low diacritics: μάταν Capitals: ΜΑΤΑΝ
Transliteration A: mátan Transliteration B: matan Transliteration C: matan Beta Code: ma/tan

English (LSJ)

Adv., Dor. for μάτην. II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ, A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).

Greek (Liddell-Scott)

μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.

English (Slater)

μᾰτᾱν
   1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)

Greek Monolingual

(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.
(II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».

Greek Monotonic

μάταν: Δωρ. αντί μάτην.

Russian (Dvoretsky)

μάτᾱν: (μᾰ) adv. дор. = μάτην.