μαντιάρχης

From LSJ
Revision as of 14:46, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντῐάρχης Medium diacritics: μαντιάρχης Low diacritics: μαντιάρχης Capitals: ΜΑΝΤΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: mantiárchēs Transliteration B: mantiarchēs Transliteration C: mantiarchis Beta Code: mantia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, in Cyprus, A president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντῐ-αρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.

Greek (Liddell-Scott)

μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.

Greek Monolingual

μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης, στρατ-άρχης].