μαλακόπους

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόπους Medium diacritics: μαλακόπους Low diacritics: μαλακόπους Capitals: ΜΑΛΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: malakópous Transliteration B: malakopous Transliteration C: malakopous Beta Code: malako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A tenderfooted, Hippiatr.95, 104.

Greek Monolingual

μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό-πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.