μαρμαρόω
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
A coat with marble stucco, [[[κίονας]]] Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109. 2 line with marble, κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5. II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).