μεγαλογραφία

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογρᾰφία Medium diacritics: μεγαλογραφία Low diacritics: μεγαλογραφία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: megalographía Transliteration B: megalographia Transliteration C: megalografia Beta Code: megalografi/a

English (LSJ)

ἡ, A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.

Greek Monolingual

μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.