μελλυμέναιος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, A = μελλόνυμφος, IPE2.86 (Panticapaeum).
Greek Monolingual
μελλυμέναιος, -ον (Α)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»].