μεμηνιμένως
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Adv., (μηνίω) A angrily, Pl.Ep.319b.
German (Pape)
[Seite 129] erzürnter Weise, ἀποκρίνασθαι, Plat. Ep. III, 319 b.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηνῑμένως: Ἐπίρρ. (μηνίω) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.
Greek Monolingual
μεμηνιμένως (Α)
επίρρ. οργισμένα, με θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηνιμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηνίω.
Russian (Dvoretsky)
μεμηνῑμένως: сердито, гневно (ἀποκρίνεσθαι Plat.).