μελανώδης
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ες, A gloss on ἰοειδής, EM473.12.
German (Pape)
[Seite 120] ες, = μελανοειδής, E. M. 473, 12.
Greek Monolingual
μελανώδης, -ῶδες (ΑM) μελανός
αυτός που έχει μαύρη όψη, μελανοειδής.