μεσόδομος

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόδομος Medium diacritics: μεσόδομος Low diacritics: μεσόδομος Capitals: ΜΕΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: mesódomos Transliteration B: mesodomos Transliteration C: mesodomos Beta Code: meso/domos

English (LSJ)

ἡ, A = κατῆλιψ, Sch.Ar.Ra.574.

Greek Monolingual

(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
(II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.