μεσαύλιον
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
τό, (αὐλός) A piece of flute-music, played in the intervals of the choral song, Vit.Aesop.Oxy.2083.27, Eust.862.19:—hence μεσ-αυλικὰ κρούματα Aristid.Quint.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαύλιον: τό, μέλος μουσικὸν δι’ αὐλοῦ παιζόμενον κατὰ τὰ διαλείμματα χορικοῦ ᾄσματος, Εὐστ. 862. 19· μεσαυλικὸν κροῦσμα ἐν Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 26.
Greek Monolingual
μεσαύλιον, τὸ (Α)
μουσικό μέλος το οποίο παιζόταν με αυλό ανάμεσα στα χορικά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + αὐλός.