μισθόδωρος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθόδωρος Medium diacritics: μισθόδωρος Low diacritics: μισθόδωρος Capitals: ΜΙΣΘΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: misthódōros Transliteration B: misthodōros Transliteration C: misthodoros Beta Code: misqo/dwros

English (LSJ)

ον, A giving wages or pay, Eubulid.1.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.

Greek (Liddell-Scott)

μισθόδωρος: -ον, ὁ δίδων μισθὸν μετὰ δώρων, Χοῶν δέει τῶν μισθοδώρων, «τῇ ἑορτῇ τῶν Χοῶν ἔθος ἐστὶν Ἀθήνησι πέμπεσθαι δῶρά τε καὶ τοὺς μισθοὺς τοῖς σοφισταῖς» (Ἀθήν. 437D), Εὐβουλίδης ἐν «Κωμασταῖς» 1.

Greek Monolingual

μισθόδωρος, -ον (Α)
(ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. βοτρυό-δωρος].