κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: μοιχᾰλώσια | Medium diacritics: μοιχαλώσια | Low diacritics: μοιχαλώσια | Capitals: ΜΟΙΧΑΛΩΣΙΑ |
Transliteration A: moichalṓsia | Transliteration B: moichalōsia | Transliteration C: moichalosia | Beta Code: moixalw/sia |
τά, A = μοιχάγρια, Sch.Od.8.332.
μοιχαλώσια, τὰ (Α)
μοιχάγρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἅλωσις (< ἁλίσκομαι)].