μυστηριακός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ή, όν, A = μυστηρικός, Ptol. Tetr.163, Sch.Ar.Pl.27 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 223] zu den Mysterien gehörig, mystisch, Schol. Ar. Plut. 27.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριακός: -ή, -όν, = μυστηρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυστηριακός, -ή, -όν) μυστήριον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα»)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης, αινιγματικός («μυστηριακές ενέργειες»)
2. φρ. «μυστηριακές θρησκείες»
θρησκειολ. αρχαίες θρησκείες στην αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, καθώς και μεταγενέστερες στη Δύση, οι οποίες είχαν θεσπίσει μυστηριακές τελετές και απόκρυφες, μυστικές λατρευτικές συνάξεις συνδεδεμένες με κάποια θεότητα, τις τύχες της οποίας αναπαρίσταναν δραματικώς
μσν.
έμπιστος.
επίρρ...
μυστηριακώς
με μυστηριακό τρόπο.