μυραλοιφή
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
ἡ, A rubbing with sweet oils, Poll.7.177.
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, = μυραλοιφία, Poll. 7, 177.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυραλοιφή)
νεοελλ.
είδος ευώδους αλοιφής, παχύμυρο, πομάδα
(μσν. -αρχ.) η επάλειψη με μύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἀλοιφή.