μυραλοιφία
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἡ, = μυραλοιφή (rubbing with sweet oils), Plu. 2.662a, Ach.Tat. 2.38, Cat.Cod.Astr. 2.177.
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, das Bestreichen mit wohlriechender Salbe, Plut. Symp. 4, 1, Poll. 7, 177 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de parfumer d'huile ou d'essence aromatique.
Étymologie: μύρον, ἀλοιφή.
Russian (Dvoretsky)
μῠρᾰλοιφία: ἡ натирание благовониями Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρᾰλοιφία: ἡ, τὸ ἀλείφειν ἢ τρίβειν μὲ εὐώδη ἔλαια, Πλούτ. 2. 662Α, Ἀχ. Τάτ. 2. 38· - ὡσαύτως μυραλοιφή, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 77, Νικήτ. Χρον. 10, 9.
Greek Monolingual
μυραλοιφία, ἡ (ΑΜ) μυραλοιφώ
επάλειψη με ευώδη έλαια, με μύρα.