ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
ου, ὁ, A = μυττός, Hsch. μυτικίζειν· κολάζειν, Id.
[Seite 223] ὁ, = μυττός, Hesych.
μύτης: -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μύτις 2.
μύτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυττός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις].