νοῦμμος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ, Western Dor. A = νόμος, current coin, esp. of the Tarentine stater, Arist.Fr.590. 2 = λίτρα, the silver equivalent of the bronze pound, ib.589. 3 = Lat. nummus (sc. sestertius), Plu. Sull.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sesterce à Rome.
Étym. lat. nummus.
Greek Monolingual
νοῡμμος και νόμος, ὁ (Α)
1. είδος χρυσού, αργυρού ή χάλκινου νομίσματος το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους Δωριείς της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, είχε βάρος ίσο με το 1/10 του κορινθιακού στατήρα και ισοδυναμούσε με 1,50 αττικό οβολό
2. το αργυρό αντίστοιχο της ορειχάλκινης λίτρας
3. αργυρό νόμισμα τών Ρωμαίων, το σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση της λ. νόμος (II) με το νόμος (Ι) ή το νόμιμος δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή nummus, απ' όπου το ελλ. νοῦμμος].
Russian (Dvoretsky)
νοῦμμος: ὁ (лат. nummus)
1) (в дорических областях Сицилии и Великой Греции) триобол, монета в три обола Arst.;
2) Plut. = лат. sestertius.