ξυλοπώλιον
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
τό, A lignarium, Gloss.
Greek Monolingual
ξυλοπώλιον, τὸ (Α) ξυλοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο.