ξιφουλκός

From LSJ
Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφουλκός Medium diacritics: ξιφουλκός Low diacritics: ξιφουλκός Capitals: ΞΙΦΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: xiphoulkós Transliteration B: xiphoulkos Transliteration C: ksifoulkos Beta Code: cifoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω) A drawing a sword, χείρ A.Eu.592.

German (Pape)

[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire l’épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.

Greek Monolingual

ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].

Greek Monotonic

ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφουλκός: извлекающий из ножон (обнажающий) меч (χείρ Aesch.).

Middle Liddell

ξῐφ-ουλκός, όν ἕλκω
drawing a sword, Aesch.

English (Woodhouse)

drawing the sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)