Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰωνόμαντις

From LSJ
Revision as of 16:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνόμαντις Medium diacritics: οἰωνόμαντις Low diacritics: οιωνόμαντις Capitals: ΟΙΩΝΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: oiōnómantis Transliteration B: oiōnomantis Transliteration C: oionomantis Beta Code: oi)wno/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ and ἡ, A one who takes omens from the flight and cries of birds, E.Ph. 767 ;=Lat. augur, D.H.3.69,72.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, ὁ μαντευόμενος ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Εὐρ. Φοίν. 767, Διον. Ἁλ. 3. 69, 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
devin qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, μάντις.

Greek Monolingual

οἰωνόμαντις, ὁ (Α)
οιωνοσκόποςοἰωνόμαντις Τειρεσίας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μάντις.

Greek Monotonic

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που λαμβάνει προμηνύματα από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόμαντις: εως ὁ птицегадатель Eur.

Middle Liddell

οἰωνό-μαντις, εως,
one who takes omens from the flight and cries of birds, an augur, Eur.

English (Woodhouse)

augur

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)