Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: παμφῠής | Medium diacritics: παμφυής | Low diacritics: παμφυής | Capitals: ΠΑΜΦΥΗΣ |
Transliteration A: pamphyḗs | Transliteration B: pamphyēs | Transliteration C: pamfyis | Beta Code: pamfuh/s |
ές, A combining all natures, δέμας, of Pan, IG42(1).130.19 (Epid.).
παμφυής, -ές (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που συνδυάζει τα πάντα στη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυής (< φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].