παντοτινάκτης
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ου, ὁ, A All-Shaker, epith. of Zeus, Orph.H.15.8.
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, der Allerschütterer, Zeus, Orph. H. 14, 8.
Greek (Liddell-Scott)
παντοτῐνάκτης: -ου, ὁ, ὁ τὰ πάντα σείων, Ὀρφ. Ὕμν. 14. 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σείει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + τινάσσω (πρβλ. θυρσο-τινάκτης)].