παρεκτικός
English (LSJ)
ή, όν, (παρέχω) A able to cause, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.M.7.203, cf. Alex.Aphr. in Metaph.58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος Theol.Ar.6 ; τοῦ εὖ Procl.Inst.9. II liberal, Ar.Byz. Epit.43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.
German (Pape)
[Seite 514] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτικός: ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ ἰδιότης τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρέχω
1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.
β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.)
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος.
Russian (Dvoretsky)
παρεκτικός: доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.