περιπίμπλαμαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπίμπλαμαι Medium diacritics: περιπίμπλαμαι Low diacritics: περιπίμπλαμαι Capitals: ΠΕΡΙΠΙΜΠΛΑΜΑΙ
Transliteration A: peripímplamai Transliteration B: peripimplamai Transliteration C: peripimplamai Beta Code: peripi/mplamai

English (LSJ)

Pass., A to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.

Greek Monolingual

Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.

Middle Liddell

aor1 περιε-πλήσθην
Pass. to be filled full, Xen.