πισσουργός

From LSJ
Revision as of 20:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσουργός Medium diacritics: πισσουργός Low diacritics: πισσουργός Capitals: ΠΙΣΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pissourgós Transliteration B: pissourgos Transliteration C: pissourgos Beta Code: pissourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A maker of pitch, ibid.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον)].