ποικιλογενής
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ές, A = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής)].