πολυλογέω
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
A talk much, Gal.18(1).792, Vett.Val.175.31, al., Poll.10.51, Alex.Aphr.in Top. 433.19.
German (Pape)
[Seite 665] viel reden, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠλογέω: λέγω πολλά, Γαλην., Πολυδ. Ι΄, 51· ― ῥημ. ἐπίθ. πολυλογητέον, δεῖ πολυλογεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 203.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυλογέω [πολύλογος] veel praten.