πολύσκαλμος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A many-oared, AP7.295.
German (Pape)
[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.
Greek Monotonic
πολύσκαλμος: -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσκαλμος: многовесельный (ναυτιλία Anth.).
Middle Liddell
πολύσκαλμος, ον,
many-oared, Anth.