προσεπικρούω
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
A strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.
Greek Monolingual
Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).