προώνυμος

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προώνῠμος Medium diacritics: προώνυμος Low diacritics: προώνυμος Capitals: ΠΡΟΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: proṓnymos Transliteration B: proōnymos Transliteration C: proonymos Beta Code: prow/numos

English (LSJ)

ον, A called by a name previously, Nonn.D.17.397.

German (Pape)

[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].