διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: πρόσευξις | Medium diacritics: πρόσευξις | Low diacritics: πρόσευξις | Capitals: ΠΡΟΣΕΥΞΙΣ |
Transliteration A: próseuxis | Transliteration B: proseuxis | Transliteration C: prosefksis | Beta Code: pro/seucis |
εως, ἡ, A = προσευχή, Orph.H.15.2, Gloss.
[Seite 763] ἡ, = προσευχή, Orph. H. 14, 2.
πρόσευξις: ἡ, = προσευχή, Ὕμν. Ὀρφ. 14. 9.
-εύξεως, ἡ, Α προσεύχομαι
η προσευχή.