σιδηροπλύτης
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροπλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων σίδηρον, Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + πλύτης, άλλος τ. του πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο-πλύτης].