συγκαταλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 09:58, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαγχάνω Medium diacritics: συγκαταλαγχάνω Low diacritics: συγκαταλαγχάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: synkatalanchánō Transliteration B: synkatalanchanō Transliteration C: sygkatalagchano Beta Code: sugkatalagxa/nw

English (LSJ)

A occupy, have assigned in common, τί τισι Dam.Pr.58.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].

Greek Monolingual

Α
γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»].